μετέδωκας

μετέδωκας
μεταδίδωμι
give part of
aor ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρυφιόμυστος — κρυφιόμυστος, ον (AM) αυτός στον οποίο μυείται κάποιος με μυστικό τρόπο, κρυφά («θεωρίας ἤντλησας κρυφιομύστους και πιοτοῑς μετέδωκας», Μηναί.). επίρρ... κρυφιομύστως (AM) με ή από κρυφή μύηση μσν. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + μυστος (< μυώ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”